-
1 στέργω
στέργω, fut. στέρξω, perf. ἔστοργα, Her. 7, 104, lieben; bes. von der gegenseitigen Liebe der Eltern u. Kinder, Soph. O. R. 1023 O. C. 1526; Eur. Med. 88; καϑάπερ παῖς στέργει τε καὶ στέργεται ὑπὸ τῶν γεννησάντων, Plat. Legg. IV, 754 b, τοὺς γονέας, Dem. 25, 65, u. öfter, u. Sp., – selten von der Geschlechtsliebe, Her. 7, 69, Soph. Tiach. 574 Ai. 211; ἄλλην τίν' εὐνὴν στέργει πόσις, Eur. Andr. 908; Hel. 1305; Mosch. 6, 8. – Allgemein, ὡς ἂν διδαχϑῇ τὴν Διὸς τυραννίδα στέργειν, Aesch. Prom. 11; μακράν γε μὲν δὴ ῥῆσιν οὐ στέργει πόλις, Suppl. 270; στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν, Soph. Ant. 277; νόμους, Eur. Hipp. 461; ἐμὲ γὰρ ἔστερξαν Μοῠσαι, Ar. Ran. 229; εὐνοίην φαινομένην οὐ διωϑέεσϑαι, ἀλλὰ στέργειν, Her. 7, 104; μάλιστα ὑπὸ ἀποίκων στεργόμεϑα, Thuc. 1, 38; Plat. u. A. – Dah. wie ἀγαπάω, zufrieden sein mit Etwas, sich genügen lassen, ἐϑέλω τάδε μὲν στέργειν δύςτλητά περ ὄντα, Aesch. Ag. 1551; ἐγὼ δ' ἀνάγκῃ προὔμαϑον στέργειν κακά, Soph. Phil. 534; O. C. 7 Trach. 988; ertragen, στέργειν τὰ πιστὰ τῶνδε τοὺς ἐπισπόρους, Aesch. Enni. 643, οὐ στέρξεις τὰ κρανϑέντα, Eur. Or. 1023; στέργειν τὰ παρόντα, mit der Gegenwart, mit der gegenwärtigen Lage der Dinge zufrieden sein, Her. 9, 117; Isocr. 1, 29; so auch στέργε τὴν γυναῖκα, laß dir das Weib gefallen, dulde es, Soph. Trach. 486; sclten mit dem dat., στέργειν τοῖς παροῠσι u. dgl., Valck. Eur. Phoen. 1679; τῇ ἐμῇ τύχῃ στέρξω, Plat. Hipp. mai. 295 b; κἀγὼ στέρξω καὶ σιωπήσομαι, Dem. 18, 112; τὸν ἐπὶ ἀγρῶν βίον, Pol. 4, 73. 7, ἀνέχεσϑαι καὶ στέργειν, Plut. Alex. 49. – Auch = wünschen, bitten, beten, Souk. O. C. 1096, vgl. τίνι τρόπῳ καϑέστατε, δείσαντες ἢ οτέοξαντες; O. R. 11, d. i. wollt ihr eure Furcht oder eure Wünsche mir mittheilen? dah. στέρξον = thue mir den Gefallen, O. C. 518.
См. также в других словарях:
στέργω — ΝΜΑ, και στρέ(γ)ω Ν 1. αποδέχομαι κάτι, συγκατατίθεμαι σε κάτι, ανέχομαι, υπομένω κάτι (α. «μέ κυνηγάει γιατί δεν έστερξα να υποταχθώ στις θελήσεις του» β. «στέρξω... τῇ ἐμῇ τύχη», Πλάτ.) 2. παροιμ. φρ. «στέργε μεν τα παρόντα, ζήτει δε τα… … Dictionary of Greek